Τα ποσοστά επιτυχίας στις προσπάθειες για Εγκυμοσύνη
- Στον άνθρωπο, 70% περίπου των συλλήψεων δεν καταλήγουν σε βιώσιμα έμβρυα και εκτιμάται ότι το 50% των κυημάτων χάνεται ήδη πριν από την αναμενόμενη έμμηνο ρύση.
- Επιπλέον έχει υπολογισθεί ότι στο σύνολο των κλινικά διαπιστωμένων κυήσεων, αποβολή του κυήματος κατά τις πρώτες 20 εβδομάδες συμβαίνει σε ποσοστό 15%.
- Ο κίνδυνος για καθ΄έξιν αποβολή υπολογίζεται σε 24% μετά την 1η αποβολή, ενώ είναι 30% μετά την 2η αποβολή, 35%μετά την 3η και 40% μετά την 4η.
- Σε ότι αφορά τα προγράμματα εξωσωματικής γονιμοποίησης και εμβρυομεταφοράς έχει δειχθεί ότι, αναρίθμητα κυήματα μπορούν να εγκατασταθούν μέσα στην μήτρα, αλλά μόνο το 20% μέχρι το 30% αυτών θα εξελιχθεί σε βιώσιμα έμβρυα.
Από μακρού χρόνου οι έρευνες έχουν υποψιασθεί ότι, η ηλικία της μητέρας, η κατάσταση του εμβρύου και άλλοι παράγοντες είναι ίσως οι υπεύθυνοι για το υψηλό ποσοστό αποτυχίας.
Σήμερα όμως η πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Πρόσφατα η αναπαραγωγική αποτυχία έχει καταστεί αντικείμενο ενδιαφέροντος, εντόνου μάλιστα, μιας άλλης ειδικότητας, της Ανοσολογίας. Οι ανοσολογικές μελέτες διερεύνησαν έναν άλλο δυνητικό παράγοντα και διαπίστωσαν ότι, μετά από τη κατάλληλη ρύθμιση του ανοσολογικού συστήματος της μητέρας (καταστολή ή ενεργοποίηση, ανάλογα με την περίπτωση) στις κατ’ επανάληψη αποτυχούσες να κυοφορήσουν γυναίκες με εξωσωματική γονιμοποίηση, το 70% μέχρι το 80% των μετέπειτα προσπαθειών τους, έχει αναφερθεί ότι καταλήγουν σε υγιή τελειόμηνα νεογνά. Το πλεονέκτημα του Ανοσολογικού ελέγχου είναι ότι δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρισθούν τα άτομα στα οποία μπορούμε να αυξήσουμε τα ποσοστά επιτυχούς εμφύτευσης, μετά από την κατάλληλη θεραπεία.
Στις ίδιες μελέτες έχει προβληθεί και άλλος παράγοντας, τα αντισώματα (που έχουμε προαναφέρει). Τα αντισώματα, που παράγονται από την μητέρα, διαταράσουν την εμφύτευση του εμβρύου ή την εξέλιξη του (εχθρικά αντισώματα). Εχει τεκμηριωθεί ότι 53% των γυναικών με πυελική βλάβη (περιμητρικές συμφύσεις, περιμητρική φλεγμονή και ενδομητρίωση) εμφανίζουν θετικά τα εχθρικά για το έμβρυο αντισώματα, εν συγκρίσει με το 14% των γυναικών χωρίς πυελική βλάβη.
Στις περιπτώσεις αυτές, εάν η θεραπεία (με φάρμακα) ξεκινήσει μετά την διάγνωση της εγκυμοσύνης το ποσοστό μιας επιτυχούς εγκυμοσύνης είναι 38%, ενώ αντίθετα εάν η φαρμακευτική θεραπεία (που είναι ανάλογη με το είδος των αντισωμάτων) ξεκινήσει πριν από την εγκυμοσύνη (δηλαδή από την έμμηνο ρύση του κύκλου που θα γίνει προσπάθεια για σύλληψη) το ποσοστό μιας επιτυχούς εγκυμοσύνης είναι 80-85%.
Τέλος στις περιπτώσεις που δεν κυκλοφορούν στο αίμα της μητέρας αντισώματα που βοηθούν την εμφύτευση και την εξέλιξη του εμβρύου (ωφέλιμα αντισώματα-προστατευτικά αντισώματα) τότε θεραπεία με εμβόλια λεμφοκυττάρων από τον σύζυγο δίδει ποσοστό πιθανότητας 83% να έλθει στον κόσμο ένα υγιές παιδί, αντίθετα αν δεν γίνουν εμβόλια παρ’ότι υπάρχει άλλο άνοσο πρόβλημα (όπως έχουμε προαναφέρει) το ποσοστό αναπαραγωγικής επιτυχίας κατεβαίνει στο 25%. Τα ποσοστά που αναφέραμε εξαρτώνται από τον εκτιμητή και από το εργαστήριο που επιλαμβάνεται να διερευνήσει (πλήρως) ανοσολογικά το περιστατικό, για όλες τις παραμέτρους που εμπλέκονται με αρνητικό τρόπο.
Μέχρι σήμερα, με όποιον τρόπο κι αν ελέγξουμε τα επίμαχα περιστατικά και όποιες επιτυχημένες θεραπείες και αν υποδείξουμε ή/και εφαρμόσουμε, το 15% της αποτυχίας δεν θα το εξασφαλίσουμε.
Η συνεχής και από μακρού επιστημονική μας επαφή και συνεργασία με αμερικανικά πανεπιστήμια και ευρωπαϊκά κέντρα αναπαραγωγής μας έχουν εμφυσήσει και έχουμε ενστερνισθεί το πλεονέκτημα και την νοοτροπία της Σύγχρονης (κατά την άποψιν μας) Ιατρικής Αντίληψης, η οποία θέλει τη γυναίκα και τον σύζυγο της (υποψήφιους γονείς) να είναι πλήρως ενημερωμένοι και να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τα προβλήματα τους και να γνωρίζουν επακριβώς πως (αυτά τα προβλήματα) θα προσεγγισθούν:
- διαγνωστικά και
- θεραπευτικά
Τοιουτοτρόπως οι επιλογές για τα εργαστηριακά και κλινικά τεστ, όπως και τα θεραπευτικά σχήματα (που στη συνέχεια ίσως ακολουθήσουν) να μην είναι μόνο δικές μας («ξύλινες» και άκαμπτες) αποφάσεις, αλλά …. αποφάσεις από κοινού.
Να ληφθεί υπ’ όψιν (και πολύ σοβαρά) ότι τα Διαγνωστικά και Θεραπευτικά Πρωτόκολλα που προτείνουμε, είναι υιοθετημένα από το διεθνούς φήμης και αναγνώρισης πανεπιστήμιο (για την φροντίδα της Υγείας της Γυναίκας και μάλιστα του ανοσολογικού της συστήματος) ήτοι το Rosalind Franklin University of Health Sciences/The Chicago Medical School, των ΗΠΑ και αυτό το γεγονός πρέπει να αποτελεί εχέγγυο εμπιστοσύνης και αισθήματα ασφάλειας για μια σύγχρονη και αποτελεσματική διάγνωση και θεραπεία του/ ή των προβλημάτων που ευθύνονται για την αναπαραγωγική σας αποτυχία.