Αναδρομες

 dr-mantouvalos

Καθηγητης Χ. Μαντουβαλος MD, DR, PhD

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

Ο καθηγητής Χάρης Μαντούβαλος φοίτησε την βασική Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αποφοίτησε από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1970.

Καθ΄ όλη την διάρκεια των φοιτητικών του σπουδών υπηρέτησε (μετά από κρίση) ως υποβοηθός, διαδοχικά, στο «Εργαστήριο Ανατομικής του Ανθρώπου», στο «Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας» και στην έδρα «Φαρμακευτικής Χημείας – Φαρμακογνωσίας και Φαρμακοτεχνίας» του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Το 1972 εξελέγη Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον βαθμό «Άριστα».
  • Το 1974 απέκτησε την κυρία ειδικότητα της «Μαιευτικής – Γυναικολογίας», κατόπιν εξετάσεων.
  • Το 1983 εξελέγη παμψηφεί Υφηγητής στο μάθημα Μαιευτικής – Γυναικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια ως άμισθος επικ. Καθηγητής της Μαιευτικής – Γυναικολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
  • Το 1993 έλαβε πτυχίο «επάρκειας» στο τομέα της «Αναπαραγωγικής Ανοσολογίας και Συναφείς Μοριακές Τεχνικές» από το Finch University of Health Science / The Chicago Medical School.
  • Το 1995 εξελέγη Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Αναπαραγωγικής Ανοσολογίας και διατήρησε αυτό το αξίωμα επί πολλές συνεχείς θητείες.
  • Το 1996 εκλέχθηκε (μετά από κρίση) μέλος του ASRI (American Society of Reproductive Immunology – Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ανοσολογίας).
  • Το 1997 εκλέχθηκε (μετά από κρίση) μέλος του ESRI (European Society of Reproductive Immunology – Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ανοσολογίας).
  • Το 1998 εξελέγη μετά από δύο συνεχείς κρίσεις ομόφωνα αν. Κλινικός Καθηγητής στο Finch University of Health Science / The Chicago Medical School με διπλή ιδιότητα σαν κλινικός Καθηγητής Μικροβιολογίας – Ανοσολογίας και Μαιευτικής Γυναικολογίας. Η θητεία του ανανεώνεται συνεχώς μέχρι και τις 6 Ιουλίου 2014.
  • Το 2006 έγινε μέλος του ISRI (International Society for Immunology of Reproduction / Διεθνής Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ανοσολογίας), ιατρική εταιρία μεγάλου επιστημονικού κύρους, που απαριθμεί επιλεγμένο μικρό αριθμό μελών από όλο τον κόσμο.

Μετά την απόκτηση (κατόπιν εξετάσεων) του τίτλου ειδικότητος (1974), «Μαιευτικής – Γυναικολογίας», υπηρέτησε συνεχώς μέχρι και το 1986 σε οργανικές θέσεις όλων των βαθμίδων στη Μαιευτική – Γυναικολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά – Νίκαια, τις οποίες κατελάμβανε, ανά τριετία, κατόπιν δημοσίου διαγωνισμού – προκήρυξης. Η θητεία του διακοπτόταν περιοδικά (μετά από έγκριση της Διοίκησης) μόνον για «Μετεκπαιδευτικές Δραστηριότητες» σε Ειδικά Ιατρικά Κέντρα του Εξωτερικού (εκτός Ελλάδος), άλλοτε άλλης χρονικής διάρκειας, σε θέματα «Βιολογίας» συναφή με την κυρία ειδικότητα της Μαιευτικής – Γυναικολογίας – Γονιμότητας και Ανοσολογίας της Αναπαραγωγής.

Κατά την χρονική περίοδο 1974 – 1986

δραστηριοποιήθηκε στην Γυναικολογική – Μαιευτική Κλινική του Γ. Ν. Πειραιά – Νίκαιας στα κάτωθι:

 

  • Οργάνωσε και λειτούργησε το «Κέντρο Στειρότητας – Γονιμότητας και Συμπαράστασης Οικογενείας».

Για την εποχή εκείνη (1974) ήταν μια πρωτοπόρος πρωτοβουλία.

  • Το 1977 δημοσίευσε σε Διεθνές Ιατρικό Περιοδικό την πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη «Ανοσολογικού Ενδιαφέροντος», με το τίτλο «Maternal Immunological Reaction During Pregnecy» (Ανοσολογικές Αντιδράσεις της Μητέρας κατά την διάρκεια της Κύησης) που αφορούσε την ευαισθητοποίηση των εγκύων γυναικών έναντι των εμβρυϊκών αντιγόνων πατρικής προέλευσης. Αυτή η δημοσίευση απετέλεσε σταθμό στην περαιτέρω πορεία και επιστημονική εξέλιξη του τότε νεαρού Ιατρού Χάρη Μαντούβαλου, διότι τον ενέπλεξε σε αυτό το θαυμαστό μικρόκοσμο αλλά και χάος, της «Αναπαραγωγικής Ανοσολογίας», για τα μετέπειτα χρόνια της ζωής του. Μετά αυτήν την δημοσίευση ο καθηγητής Alan Beer και Διευθυντής του τμήματος Αναπαραγωγικής Ανοσολογίας του Πανεπιστημίου «Finch» του Σικάγο (το μόνο τότε γνωστό και έγκριτο κέντρο που ασχολείτο με την «Αναπαραγωγική Ανοσολογία») έδειξε ενδιαφέρον για το σκεπτικό αυτής της μελέτης, την οποία είχε λάβει γνώση, μετά την δημοσίευση της. Επικοινώνησε με τον Χάρη Μαντούβαλο, αντάλλαξαν απόψεις και ένα χρόνο μετά ο καθ. A. Beer ήρθε στην Ελλάδα και ξεκίνησε στενή και άρρηκτη ερευνητική συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Σικάγο που διατηρείται μέχρι σήμερα.

Η ως άνω μονογραφία σχολιάστηκε επίσης πολύ ευμενώς και από το ετήσιο απογραφικό ιατρικό περιοδικό «Τί καινούριο στην Αναπαραγωγή» (Caren Problem).

  • Το 1980 κυκλοφόρησε πραγματεία (μονογραφία) που αναφέρεται στις «Ανοσοκατασταλτικές Πρωτεΐνες της Κύησης» που για πολλά χρόνια το θέμα αυτό παρέμενε στο σκοτάδι. Χρησιμοποιώντας για την αξιολόγηση των αριθμητικών αποτελεσμάτων ανώτερη μαθηματική ανάλυση (με την βοήθεια των λογαρίθμων των τιμών των εργαστηριακών εξετάσεων) και ειδικό μαθηματικό τύπο εντοπίστηκε θεωρητικά η «χρονική στιγμή» που η υποψήφια μητέρα αναγνωρίζει το ημιαλογενές έμβρυο της και «αυτόματα» και «απροειδοποίητα» (ξαφνικά) επάγει τους «Ανοσολογικούς Μηχανισμούς Καταστολής» έναντι του αλλογενούς (ξένου) εμβρύου της, για να το προστατεύσει. Αυτή η χρονική στιγμή ημερολογιακά αντιστοιχεί στην 5η εβδομάδα της κύησης, που οι έγκυες γυναίκες έχουν και θετικό το τέστ κύησης (HCG)[1].

Το φαινόμενο αυτό (της Ανοσολογικής Ανοχής – Καστολής της μητέρας) και η χρονολογία εμφάνισής του, με την απελευθέρωση και την κυκλοφορία στο αίμα της των λεγομένων «Προστατευτικών Αντισωμάτων» ή «Δεσμευτικών Παραγόντων», είναι το «Α» και το «Ω» για να επιτευχθεί μια ομαλά εξελισσόμενη κύηση.

  • Ίδρυσε – οργάνωσε και λειτούργησε το «Ερευνητικό Εργαστήριο Αναπαραγωγής του ανθρώπου» που διηύθυνε μέχρι το 1986.
  • Από το «Κέντρο» και το «Εργαστήριο» την δεκαετία 1974 – 1986 εκπονήθηκαν, ανακοινώθηκαν και δημοσιεύθηκε ένας μεγάλος αριθμός Ερευνητικών, Πειραματικών και Κλινικών Μελετών, που αφορούσαν την «Γονιμοποιητική Ικανότητα ατέκνων ζευγαριών».

[1] Όταν αναφέρομαι στο θετικό τέστ κύησης («HCG») δεν εννοώ την εξέταση «B-HCG», δηλαδή την «Β-Υπομονάδα της HCG» που επάγεται (παράγεται) πολύ νωρίτερα από την «απλή HCG». Δυστυχώς, τα εργαστήρια της πατρίδας μας (ενώ τους παραγγέλλουμε την εξέταση «B-HCG») μετρούν ακόμη μόνο την «Απλή HCG», διότι ή δεν μπορούν να την εκτελέσουν ή διότι δεν γνωρίζουν ότι πρόκειται για «Διαφορετική Πληροφορία». Το «Κέντρο» μας όταν διαπίστωσε ότι Πανελληνίως γίνεται αυτή η παρανόηση (το λάθος), δηλαδή η εξομοίωση της «Β – HCG» με την «HCG» δημιούργησε «Τεχνική» που να προδσιορίζει την Β-Υπομονάδα της HCG (την πραγματική «B-HCG») για να θέτει πρώιμα την διάγνωση μιας αρχόμενης κύησης.

Το πιο σημαντικό όμως από την χρήση της Β-Υπομονάδος της χοριακής γοναδοτροπίνης (HCG) δεν είναι απλώς η «πρώιμη διάγνωση μιας κύησης», αλλά το γεγονός ότι οι τιμές (τα επίπεδα) της Β-Υπομονάδος της χοριακής γοναδοτροπίνης (Β-HCG) δεν επηρεάζονται από την εξωγενή χορήγηση ορμονών, όπως (LH, TSH, κ.ά), κάτι σύνηθες στην στήριξη μιας υποβοηθούμενης προσπάθειας σύλληψης, όπως αντίθετα συμβαίνει με την ολική χοριακή γοναδοτροπίνη (HCG) που επηρεάζεται και δίνει ψευδής θετικές τιμές.

Άρα, εάν η «παραγγελία» πρός το εργαστήριο είναι «B-HCG» και ο θεράπων ιατρός «εισπράττει» ως απάντηση την ολική «HCG» (αλλά με το συμβολισμό «B-HCG»), τότε η διάγνωση και οι περαιτέρω χειρισμοί οδηγούνται σε «τραγικές ατραπούς», ιατρικούς και κοινωνικούς.