ΘΡΟΜΒΟΦΙΛΙΑ – «Α» ΕΝΟΤΗΤΑ / ΠΡΩΤΕΪΝΗ C (23)

ΘΡΟΜΒΟΦΙΛΙΑ - "Α" ΕΝΟΤΗΤΑ

ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΠΡΩΤΕΪΝΗ C
ΓΡΑΦΗΜΑ 15
ΓΡΑΦΗΜΑ 15

Τώρα θα αναφερθώ στον σημαντικότερο αναστολέα της πήξης, την «πρωτεΐνη C».
Τα φυσιολογικά επίπεδα της "PC" κυμαίνονται:
70-140% ή 0,65-1,35 IU/ml.

  • Είναι βιταμινο-Κ-εξαρτώμενη γλυκοπρωτεϊνη.
  • Συντίθεται στο ήπαρ.
  • Η σύνθεση της ελέγχεται από τον γόνο του χρωμοσώματος 2.
  • Ασκεί την αντιπηκτική της δράση μόνον αφού ενεργοποιηθεί σε δραστική μορφή του ενζύμου, την "PCa ή APC".
    Η "PC" ασκεί την ανασταλτική της δράση αναστέλλοντας τους παράγοντες:
  • Προαξελαρίνη (V)
  • Αντιαιμοροφιλικό Παράγοντα A (VIII)
    που είναι απαραίτητοι συμπαράγοντες για την ενεργοποίηση:
  • της Θρομβίνης (IIa)
  • και του Παράγοντα Stuart (Xa)

Για να εκτελέσει την απενεργοποίηση αυτή η "PC" (δηλαδή της προαξελαρίνης και του αντιαιμοροφιλικού), πρέπει πρώτα να ενεργοποιηθεί από την θρομβίνη (IIa).

Αλλά, η θρομβίνη (IIa) για να ενεργοποιήσει την "PC" σε "APC", πρέπει πρώτα να προσδεθεί στην Ενδοθηλιακή Θρομβομονδουλίνη (ΜΤ) του αγγειακού τοιχώματος (Γράφημα 15).

Η "Θρομβομονδουλίνη" (είναι μια γλυκοπρωτεϊνη της κυτταρικής επιφάνειας) και λειτουργεί:
ως ενδογενές αντιπηκτικό, τροποποιώντας την ειδικότητα της "θρομβίνης" (Ila).

Όταν η «θρομβίνη» ενώνεται με την «θρομβομονδουλίνη», αναστέλλονται οι προπηκτικές δράσεις της «θρομβίνης» και το σύμπλεγμα: «Θρομβίνη - θρομβομονδουλίνη» ενεργοποιεί αποτελεσματικά την αντιπηκτική δράση της «Πρωτείνη C».

Η συνέχεια είναι ότι:
Η «ενεργοποιημένη πρωτεϊνη C» (APC) ελαττώνει (ενζυματικά) τους παράγοντες πήξης:
Προαξελαρίνη (V)
και Aντιαιμοροφιλικό π. A (VIII)
οδηγώντας:
σε ελαττωμένη παραγωγή «θρομβίνης»
και αναστολή της πήξης.

Η «Θρομβομονδουλίνη» έχει απομονωθεί (εκτός των άλλων αγγείων):
στο Eνδοθήλιο των Πλακουντιακών Αγγείων
και στην Συγκιτιοτροφοβλάστη

Αυτή η «Πλακουντιακή Θρομβομονδουλίνη» φαίνεται ότι ρυθμίζει:
την μητρική αιματική ροή (στον ενδολαχνώδη χώρο)
Αλλά επίσης παίζει ρόλο στην μητρική αιμόσταση προσδίδοντας της αυξημένη θρομβοαντίσταση κατά την κύηση.

Για να εκδηλωθεί η ανασταλτική δράση της "APC" απαιτείται και ένας άλλος φυσικός αναστολέας της πήξης, η πρωτεϊνη S (PS) (αλλά ο ακριβής μηχανισμός δεν είναι γνωστός).
Επιπλέον η PS συμβάλλει και στην ινωδολυτική δράση της "APC".
Σε αυτό το σκέλος, δηλαδή (στην ινωδόλυση) η "PC" δουλεύει
εξουδετερώνοντας τον "Αναστολέα του Ενεργοποιητού του Πλασμινογονου" (PG), τον "ΡΑΙ", με αποτέλεσμα ισχυρότερη δράση του "Ενδογενούς Ενεργοποιητή του Πλασμινογονου" (tPA) στο Πλασμινογόνο (PG).

ΠΙΝΑΚΑΣ 13
ΠΙΝΑΚΑΣ 13


ΓΡΑΦΗΜΑ 16
ΓΡΑΦΗΜΑ 16

Η ΕΝΔΕΙΑ στην "PC" διακρίνεται:
σε συγγενή
και επίκτητη

Η «Συγγενής Ενδεια» της "PC":

  • Μεταβιβάζεται με τον αυτόσωμο επικρατούντα χαρακτήρα.

  • Μερικές περιπτώσεις ακολουθούν τον υπολειπόμενο χαρακτήρα.


  • Οι ομοζυγώτες παρουσιάζουν βαριές κλινικές εκδηλώσεις.
  • Ασθενείς με ένδεια "PC" κατά τις πρώτες ημέρες λήψης peros αντιπηκτικών - κουμαρινικών, είναι δυνατόν να εμφανίσουν δερματικές νεκρώσεις λόγω θρομβώσεων των αγγείων του δέρματος.



    Αυτό το φαινόμενο οφείλεται στην παροδική διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ:
  • της αντιπηκτικής δράσης των κουμαρινικών (αναστολή των βιταμινο-Κ-εξαρτωμένων παραγόντων της πήξης)
  • και της θρομβογόνου ιδιότητας από την ένδεια της "PC" (αναστέλλεται και αυτή από τα κουμαρινικό ως βιταμινο-Κ- εξαρτώμενος παράγοντας)
    και έτσι, υπερισχύει στην αρχή της θεραπείας η θρόμβωση.
  • Οι ετεροζυγώτες (με ένδεια "PC") σπάνια εμφανίζουν κλινικές εκδηλώσεις εκτός και αν ο παθολογικός γόνος συνδυάζεται και με άλλον επιβαρυντικό παράγοντα.

Η «συγγενής ένδεια» διακρίνεται:
Στον τύπο I: με έλλειψη της ουσίας λόγω ανεπαρκούς σύνθεσης των μορίων που την συνθέτουν, με αποτέλεσμα να διαταράσσονται:
και οι Λειτουργικοί προσδιορισμοί
και οι Αντιγονικοί προσδιορισμοί
Στον τύπο II: όπου το συντιθέμενο μόριο λόγω μεταλλάξεων δεν διαθέτει λειτουργική επάρκεια και διαταράσσονται μόνον οι λειτουργικοί προσδιορισμοί.

Περισσότερες λεπτομέρειες (για όποιον αναγνώστη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον) φαίνονται στον Πίνακα 13.
«Επίκτητη Ένδεια» της "PC" παρατηρείται: Σε διάφορες νόσους (όπως βλέπετε στον Πίνακα 13).