ΘΡΟΜΒΟΦΙΛΙΑ - "Α" ΕΝΟΤΗΤΑ
ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΥΠΕΡΟΜΟΚΥΣΤΕΙΝΑΙΜΙΑ
Όπως είναι γνωστό (ή όπως βλέπετε στο Γράφημα 21) η «ομοκυστεϊνη» (μαζί με άλλους παράγοντες) αποτελεί:
Μεταβολικό παράγωγο ενός απαραιτήτου αμινοξέος, της «μεθειονίνης», ενώ η ίδια η ομοκυστεϊνη δεν είναι συστατικό της διατροφής μας.
Στον οργανισμό μας ευρίσκεται (φυσιολογικά) σε μικρές ποσότητες, (συγκέντρωση στο πλάσμα 5-15 μmοΙ/L).
Αντίθετα, η υπερομοκυοτεϊναιμία αναγνωρίζεται ως:
σημαντικός
και ανεξάρτητος
παράγοντας θρομβώσεων.
Ως υπερομοκυοτεϊναιμία ορίζονται:
τιμές ομοκυστεϊνης μεγαλύτερες από το 95% του φυσιολογικού ≈ 16 μmοΙ/L.
Η υπερομοκυοτεϊναιμία οφείλεται σε διαταραχή:
κάποιου παράγοντα
ή κάποιων παραγόντων
από αυτούς που συμμετέχουν στον κύκλο του μεταβολισμού της.
Όπως βλέπετε στο Γράφημα 19, στον μεταβολισμό της (ενδοκυτταρίως) συμβάλλουν:
1ον. Το ένζυμο β-συνθετάση της κυσταθειονίνης (CBS)
2ον. Το ένζυμο μεθυλενο-τετραϋδρο-αναγωγάση του φυλλικού οξέος (MTHFR)
3ον. Το συνένζυμο φυλλικό οξύ
4ον. Το συνένζυμο βιταμίνη Β12 και Β6 και άλλα.
Η παρουσία αυτών των ενζύμων περιορίζει την συγκέντρωση της "Ομοκυστεΐνης" στο αίμα.
Συνεπώς: ανεπάρκεια σε κάποιον ή σε κάποιους από αυτούς τους παράγοντες ή μετάλλαξης κάποιου ή κάποιων γονιδίων του MTHFR και του CBS έχει ως συνέπεια η ομοκυστεϊνη:
να μην μεταβολίζεται προς κυσταθειονίνη
ή να μην επαναμεθυλιώνεται προς μεθειονίνη.
η οποία μπορεί να προκαλέσει:
1ον. Άμεση τοξική βλάβη των ενδοθηλιακών κυττάρων
2ον. Αναστολή του πολλαπλασιασμού των ενδοθηλιακών κυττάρων
3ον. Αναστολή της προαγωγής της ανάπτυξης των λείων μυϊκών κυττάρων
4ον. Αναστολή της ενεργοποίησης της πρωτεΐνης C
5ον.
Αυξημένη συσσώρευση αιμοπεταλίων και συγκόλληση αυτών, με συνέπεια:
την ελάττωση του χρόνου της ζωής τους (των αιμοπεταλίων)
και την αυξημένη έκλυση αιμοπεταλιακών παραγόντων
με τελικό αποτέλεσμα την αρτηριακή εναπόθεση αιμοπεταλίων.
6ον.
Mείωση του νιτρικού οξέος (NO) στο ενδοθήλιο με αποτέλεσμα την μείωση της διασταλτικής ικανότητας του αγγείου και ούτω επιτείνεται η ισχαιμία.
Πέραν της «κληρονομικής ανεπάρκειας» των ενζύμων, «διαιτητικές ανεπάρκειες»:
φυλλικού οξέος
βιταμίνης B12
βιταμίνης B6
είναι οι κύριες αιτίες «επίκτητης» ελαφράς-προς μέτρια (15-50 μmol/L) υπερομοκυστεϊναιμίας.
«Υπερομοκυοτεϊναιμία» μπορεί (θεωρητικά) να παρατηρηθεί σε πολλές καταστάσεις, οι οποίες διακρίνονται: σε συγγενείς και επίκτητες.
Οι πιο συχνές ενζυμικές ανεπάρκειες (που οδηγούν σε υπερομοκυοτεϊναιμία) είναι γενετικές μεταλλάξεις (που ανήκουν στις συγγενείς καταστάσεις): δηλαδή, πολυμορφισμός στα γονίδια που ελέγχουν τα ένζυμα του μεταβολισμού της ομοκυοτείνης.
Κλασσικά παραδείγματα είναι:
1ον.
Άτομα ομόζυγα για διαταραχή στο ένζυμο β-συνθετάση της κυσταθειονίνης (CBS) αδυνατούν να μεταβολίσουν την ομοκυστεϊνη και οι ασθενείς οδηγούνται σε σοβαρού βαθμού υπερομοκυοτεϊναιμία και εμφανίζουν:
οστεοπόρωση
εκτόπιση του φακού του οφθαλμού
συχνά διανοητική καθυστέρηση.
Είναι σπάνια διαταραχή.
2ον.
Παράδειγμα υπερομοκυοτεϊναιμίας (και το πιο συχνό) είναι:
διαταραχή του ενζύμου αναγωγάση μεθυλενο-τετρα- υδροφυλικού οξέος (MTHFR), όπου οι ασθενείς αδυνατούν να μετατρέψουν την ομοκυστεϊνη σε μεθειονίνη.
Σε αυτήν την περίπτωση οι μεταλλάξεις που υποκρύπτονται συνίστανται σε δύο, ήτοι στην αντικατάσταση:
- της βαλίνης από την αλανίνη
στο νουκλεοτίδιο 677 του γονιδίου της 5, 10 - μεθυλενο- τετραϋδροφυλλικής ρεδουκτάσης (MTHFR) - της Αδενίνης από την Κυτοσίνη
στο νουεκλοτίδιο 1298 του γονιδίου της MTHFR.
Ομοζυγωτία στην μετάλλαξη 677 μπορεί να βρεθεί σε 5-15% φυσιολογικών ατόμων (μεταξύ διαφορετικών εθνικών πληθυσμών).
Η συγκεκριμένη μετάλλαξη σε Ομοζυγωτία ενδέχεται να προκαλέσει Υπερομοκυστεϊναιμία.
Πολλές μελέτες έδειξαν τριπλάσια αύξηση του κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο σε ομόζυγους για το θερμοευμετάβλητο MTHFR 677 νουκλεοτίδιο (το οποίον έχει κατά 50% ανώμαλη δραστικότητα) ειδικά όταν συνδυάζεται με διαιτητικές ανεπάρκειες, όπως έλλειψης φυλλικού οξέος και βιταμινών Β6 και Β12.
Όσον αφορά τους Ετεροζυγώτες (σε αυτήν την μετάλλαξη) το διαφοροποιημένο επίπεδο της ενζυμικής ενεργότητος δεν προκαλεί αύξηση των επιπέδων της Ομοκυστεϊναιμίας.
Πρόσφατες μελέτες επίσης έδειξαν ότι, ασθενείς με επίπεδα ομοκυστεϊνης πάνω από 40 μmοΙ/L είχαν:
την μετάλλαξη C677T
συνδυασμένη με χαμηλό φυλλικό οξύ
Τα υποκατάστατα φυλλικού οξέος μπορούν να ελαττώσουν και συχνά να επαναφέρουν στη φυσιολογική τιμή τα επίπεδα της ομοκυστείνης του πλάσματος, σε υπερομοκυοτεϊναιμικούς ασθενείς.
Οι πολυμορφισμοί του MTHFR 677 είναι:
C677T
T677T
oι οποίοι είναι παθολογικοί
C677C
o οποίος είναι φυσιολογικός.
Η μετάλλαξη MTHFR (A1298C) δεν φαίνεται να επιδρά στη λειτουργία της πρωτεΐνης MTHFR και συνεπώς δεν μεταβάλλονται τα επίπεδα της Ομοκυστεΐνης παρουσία της συγκεκριμένης μετάλλαξης.
Οι Σύνθετοι Ετεροζυγώτες για τις μεταλλάξεις "C677T" και "Α1298C" παρουσιάζουν ομοιοκλινικό φαινόμενο με τους ομοζυγώτες στη μετάλλαξη "C677T" και μάλιστα με Υψηλότερα Επίπεδα Ομοκυστεΐνης και μειωμένα επίπεδα φυλλικού οξέος στο πλάσμα.
Οι Σύνθετοι Ετεροζυγώτες έχουν επίσης δύο (2) φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν Σύνδρομο Νευρικού Σωλήνα.
Στην κύηση
μετάλλαξη του MTHFR
σε συνδυασμό με ανεπάρκεια φυλλικού οξέος
έχει συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο ανωμαλιών του νευρικού σωλήνα (Σύνδρομο Νευρικού Σωλήνα).
«Μέτρια» υπερομοκυοτεϊναιμία έχει συσχετισθεί με:
αυτόματες αποβολές
πλακουντιακά έμφρακτα
και ρήξη πλακούντα.
«Επίκτητοι» παράγοντες που ευθύνονται για υπερομοκυοτεϊναιμία είναι καταστάσεις: που σχετίζονται με την διατροφή και ιδιαίτερα με ελλείψεις βιταμινών (που εμπλέκονται στον μεταβολισμό της ομοκυοτεϊνης) οι οποίες μπορούν και τροποποιούν την συμπεριφορά των γενετικών ανωμαλιών. Επίσης, συνθήκες νηστείας οδηγούν σε αύξηση της ομοκυστεϊνης στο πλάσμα.
3ον.
Παράγοντας υπερομοκυοτεϊναιμίας είναι και:
η χρονιά νεφρική ανεπάρκεια
Η μέτρηση (της ομοκυστεϊνης): πρέπει να γίνεται μετά από 12ωρη νηστεία σε ύπτια θέση.
Πιο αξιόπιστη (όμως διερεύνηση) γίνεται με φόρτιση μεθειονίνης.
Το τεστ Ομοκυστεΐνη μετά φόρτιση έχει ως εξής:
- Χορηγούμε 1gr Μεθειονίνης (Methionine l-methion-e) σε δόση 0,1gr ανά κιλό βάρους σώματος του ασθενούς (0,1gr/Κγρ*)
- Μετά έξι (6) ώρες ή κατ΄ άλλους μετά (8) ώρες η "Ομοκυστεΐνη" πρέπει να μην υπερβαίνει τα 51μmol/l, αλλιώς θεωρείται το αποτέλεσμα παθολογικό.
Λεπτομέρειες για την "Ομοκυστεΐνη" θα αναφερθούν και στη "Β' Ενότητα" και συγκεκριμένα στο λήμμα με επικεφαλίδα
"Πρωτεϊνες του Αίματος και Άλλα Μόρια, Βιοχημικά και Μοριακά Προσδιοριζόμενα".